- ιερολαγόνιος
- -α, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ιερό και στο λαγόνιο οστό («ιερολαγόνια άρθρωση»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + λαγόνιον. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek